- Ζηνοδοτήρ
- Ζηνοδοτήρ, ῆρος, ὁ,A giver of Zeus, i.e. of his counsel, AP9.525.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζηνοδοτήρ — ζηνοδοτήρ, ό (Α) ο οιωνοσκόπος, αυτός που ερμηνεύει φαινόμενα εμπνευσμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
Ζηνοδοτῆρα — Ζηνοδοτήρ giver of Zeus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek